Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σινικό
1 εγγραφή
σινικός -ή -ό [sinikós] Ε1 : κινέζικος: Σινικό τείχος. || Σινική μελάνη, ειδική μελάνη κυρίως για σχέδιο και ζωγραφική.

[λόγ. < μσνλατ. Sin(ae) `Κινέζοι΄ -ικός (< Sina παράλλ. τ. του ιταλ. Cina `Κίνα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες