Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σινιάλο
1 εγγραφή
σινιάλο το [sinálo] Ο39 : σήμα, κυρίως οπτικό: Mου ΄κανε ~ με το χέρι. || (ναυτ.): Kάνω / δίνω ~, συνήθ. με τα ειδικά σημαιάκια.

[βεν. signala θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες