Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σινάπι
2 εγγραφές [1 - 2]
σινάπι το [sinápi] Ο44 : μονοετής ή πολυετής πόα που οι σπόροι της έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες και, σε μορφή αλεύρου, χρησιμοποιούνται για την παρασκευή μουστάρδας.

[ελνστ. σινάπιον υποκορ. του σίναπι (αρχ. νάπυ)]

σιναπισμός ο [sinapizmós] Ο17 : κατάπλασμα από σπόρους σιναπιού.

[λόγ. < ελνστ. σιναπισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες