Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιλουέτα
1 εγγραφή
σιλουέτα η [siluéta] Ο25α : 1. σκοτεινό ή ασαφές περίγραμμα, κυρίως του ανθρώπινου σώματος: Διακρίνω από μακριά τη ~ ενός άντρα. Mόνο η ~ του διαγραφόταν στο μαύρο φόντο. || Οι σιλουέτες των δέντρων. 2. η γενική εικόνα του σώματος, κυρίως όταν πρόκειται για κομψό και λεπτό γυναικείο σώμα: Έχει λεπτή ~. Kάνει δίαιτα για να διατηρήσει τη ~ της.

[λόγ. < γαλλ. silhouett(e) (αρχική σημ.: `μισοτελειωμένες ενέργειες΄) < ανθρωπων. Silhouette (οικονομολόγος που απέτυχε σε μεγαλεπήβολες μεταρρυθμίσεις)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες