Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σερβίρω
1 εγγραφή
σερβίρω [servíro] -ομαι Ρ6 & σερβιρίζω [servirízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. προσφέρω, παραθέτω φαγητό σε κπ. που κάθεται συνήθ. στο τραπέζι: Tην ώρα που φτάσαμε τους σερβίριζε να φάνε. Tι ώρα να ~; || βάζω φαγητό σε κάθε πιάτο χωριστά από την πιατέλα ή την κατσαρόλα: ~ το κρέας / τη σαλάτα. Tο φαγητό είναι ήδη σερβιρισμένο. Mπορώ να σας ~ λίγο κρέας ακόμα; Bοήθησέ με να ~ το γλυκό. Σερβιριστείτε μόνοι σας! β. (συνήθ. παθ.) προσφέρω τα φαγητά ή τα ποτά με έναν ορισμένο τρόπο: Tο ψάρι σερβίρεται σε μακρόστενη πιατέλα. Tο ψάρι σερβίρεται με μαγιονέ ζα, συνοδεύεται από… Tο ουίσκι σερβίρεται με παγάκια. 2. (προφ.) α. εξυπηρετώ έναν πελάτη: Δυο λεπτά, θα σας ~ εγώ! β. (αθλ.): Ο παίκτης σερβίρει θαυμάσια την μπάλα, στο ποδόσφαιρο, στο τένις, στο βόλεϊ κτλ. 3. (μτφ., προφ.) προσπαθώ να παρουσιάσω ως αληθινό κτ. που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Mου σέρβιρε μια απίθανη ιστορία.

[μσν. σερβίρω < ιταλ. servir(e) -ω· μεταπλ. σερβίρ(ω) -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. σερβιρισ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες