Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σενιάρω
1 εγγραφή
σενιάρω [senáro] -ομαι & σινιάρω [sináro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) φροντίζω την εξωτερική μου εμφάνιση.

[ιταλ. signar(e), παλ. ιταλ. segnar(e) `σημαδεύω΄ κατά τη σημ. του συγγ. γαλλ. signé για ρούχο με το σήμα του κατασκευαστή (δες και σινιέ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες