Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεμνύνομαι
1 εγγραφή
σεμνύνομαι [semnínome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αισθάνομαι υπερήφανος και καμαρώνω για κτ., για το οποίο αξίζει να παινεύεται και να καμαρώνει κανείς: H πατρίδα σεμνύνεται για τα άξια τέκνα της.

[λόγ. < αρχ. σεμνύνω (σεμνύνομαι `είμαι μεγαλόπρεπος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες