Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σελαγίζω
1 εγγραφή
σελαγίζω [selajízo] Ρ2.1α : (λογοτ.) εκπέμπω φως, λάμπω, ακτινοβολώ: Άγρυπνα σελαγίζουν τ΄ αστέρια.

[λόγ. < ελνστ. σελαγίζω (αρχ. σελαγῶ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες