Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σελαγίζω [selajízo] Ρ2.1α : (λογοτ.) εκπέμπω φως, λάμπω, ακτινοβολώ: Άγρυπνα σελαγίζουν τ΄ αστέρια.
[λόγ. < ελνστ. σελαγίζω (αρχ. σελαγῶ)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. σελαγίζω (αρχ. σελαγῶ)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |