Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεισμογ
6 εγγραφές [1 - 6]
σεισμογενής -ής -ές [sizmojenís] Ε10 : 1. που δημιουργήθηκε από σεισμό: Σεισμογενή νησιά. 2. αντί του σεισμογόνος, χαρακτηρισμός περιοχής με υψηλό δείκτη σεισμικών δονήσεων.

[λόγ. σεισμ(ός) -ο- + -γενής]

σεισμογόνος -ος / -α -ο [sizmoγónos] Ε14 : (για περιοχή) που έχει υψηλό δείκτη σεισμικών δονήσεων.

[λόγ. σεισμ(ός) -ο- + -γόνος]

σεισμογράφημα το [sizmoγráfima] Ο49 : το διάγραμμα που δίνει ο σεισμογράφος και το οποίο παριστά τα κύματα της σεισμικής δόνησης.

[λόγ. < γαλλ. séismogramme < αρχ. σεισμ(ός) -ο- + -gramme = -γράφημα]

σεισμογραφία η [sizmoγrafía] Ο25 : κλάδος της σεισμολογίας που ασχολείται με την περιγραφή και τη μέτρηση των σεισμικών φαινομένων, όπως αυτά καταγράφονται από τους σεισμογράφους.

[λόγ. < γαλλ. séismo graphie < αρχ. σεισμ(ός) -ο- + -graphie = -γραφία]

σεισμογραφικός -ή -ό [sizmoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σεισμογράφο, που έχει σχέση με την καταγραφή, την περιγραφή και τη μέτρηση των σεισμικών φαινομένων: Σεισμογραφικές παρατηρήσεις. Σεισμογραφικές έρευνες. Σεισμογραφικό σκάφος.

[λόγ. < γαλλ. séismographique < séismograph(ie) = σεισμογραφ(ία) -ique = -ικός]

σεισμογράφος ο [sizmoγráfos] Ο18 : όργανο μετρήσεως με το οποίο καταγράφονται τα μεγέθη μιας σεισμικής δόνησης (η ένταση, η διάρκεια, το εύρος κτλ.): Οι σεισμογράφοι του πανεπιστημίου κατέγραψαν σεισμική δόνηση 4,5 βαθμών της κλίμακας ρίχτερ.

[λόγ. < γαλλ. séismographe < αρχ. σεισμ(ός) -ο- + -graphe = -γράφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες