Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεζόν
1 εγγραφή
σεζόν η [sezón] Ο (άκλ.) : χρονική περίοδος που χαρακτηρίζεται από μια συγκεκριμένη δραστηριότητα και που σε γενικές γραμμές ανταποκρίνεται σε κάποια από τις τέσσερις εποχές του έτους: Xειμερινή / καλοκαιρι νή ~. Ξενοδοχεία που λειτουργούν μόνο κατά τη θερινή ~. Άρχισε η νέα θεατρική ~. Ξεπούλημα λόγω τέλους της ~, τέλους εποχής.

[λόγ. < γαλλ. saison]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες