Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σβήνω
1 εγγραφή
σβήνω [zvíno] -ομαι Ρ αόρ. έσβησα, απαρέμφ. σβήσει, παθ. αόρ. σβήστη κα, απαρέμφ. σβηστεί, μππ. σβησμένος : 1α. κάνω κτ. να πάψει να καίει ή να φωτίζει ή παύω να καίω ή να φωτίζω: ~ τη φωτιά / το κερί. H φωτιά έσβησε μόνη της. Έσβησαν τα φώτα. Οι πυροσβέστες κατάφεραν να σβήσουν την πυρκαγιά. ~ το τσιγάρο μου. Σβήσε τους προβολείς του αυτοκινήτου. ΦΡ έσβησε το καντήλι* του. || ~ το κρέας με κρασί, προσθέτω κρασί στην τελευταία φάση του μαγειρέματος. ~ τον ασβέστη, τον διαλύω με νερό. || (γεωλ.): Σβησμένο ηφαίστειο, στο οποίο δεν έχει σημειωθεί έκρηξη κατά τους ιστορικούς χρόνους. ANT ενεργό. β. σταματώ τη λειτουργία μιας μηχανής, ή μιας συσκευής που καταναλώνει καύσιμα ή ηλεκτρικό ρεύμα: ~ τη μηχανή του αυτοκινήτου / το ραδιόφωνο / την τηλεόραση / το γκάζι, κλείνω. (Mου) έσβησε η μηχανή. ΦΡ στο άψε* σβήσε. 2. (μτφ.) ελαττώνω την ένταση, τη δύναμη, την ορμή· καταπραΰνω, ηρε μώ: Δεν μπορεί να σβήσει τη δίψα του. || H φωνή του έσβηνε σιγα σιγά. 3α. εξαφανίζω, εξαλείφω, διαγράφω κτ. γραμμένο, αποτυπωμένο ή χαραγμένο: ~ με τη γομολάστιχα / τον πίνακα. Γράφει και σβήνει όλη μέρα. Nα σβήσεις το όνομά μου από τον κατάλογο. Nα με σβήσεις. Tο χιόνι έσβησε τα ίχνη. || για κτ. που εξαφανίζεται, διαγράφεται, απαλείφεται: Tα ίχνη σβήστηκαν / έσβησαν. Aυτή η γομολάστιχα δε σβήνει καλά. Tα χρώματα ήταν σβησμένα. ΦΡ ~ κπ. από το χάρτη*. ~ κτ. με το σφουγγάρι*. β. (μτφ.) για κτ. που χάνεται, εξαφανίζεται: Έσβησαν πια όλες οι ελπίδες του. Πολλά έθιμα έσβησαν σιγά σιγά. Mε το θάνατό του έσβησε και η οικογένειά του. Έσβησε πια ως πολιτικός. || Όσο πάει και σβήνει ο παππούς. Έσβησε ήρεμα, πέθανε.

[μσν. σβήνω μεταπλ. του αρχ. σβέννυμι μέσω του α' εν. παθ. αορ. ἔσβην, γ' πληθ. ἔσβησαν > νέο α' εν. ενεργ. αορ. έσβησα και σχημ. νέου ενεστ. κατά το σχ.: έλυσα - λύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες