Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σβέρκος
1 εγγραφή
σβέρκος ο [zvérkos] Ο18 & σβέρκο το [zvérko] Ο39 : το πίσω μέρος του λαιμού· αυχένας, τράχηλος: Πιάστηκε ο ~ μου από την ακινησία. Tον βούτηξε από το σβέρκο. ΦΡ κάθομαι στο σβέρκο κάποιου / καβαλώ κπ. στο σβέρκο, επιβάλλω σε κπ. τη θέλησή μου καταπιέζοντάς τον: Δε θα τον αφήσω εγώ να μου κάτσει στο σβέρκο. κόψε το σβέρκο σου / να κόψεις το σβέρκο σου· ΣYN ΦΡ κόψε το λαιμό σου / να κόψεις το λαιμό σου, να κάνεις τα πάντα για να βρεις λύση, να τα καταφέρεις. δεν πα να κόψει το σβέρκο του!· ΣYN ΦΡ δεν πα να κόψει το λαιμό του!, αδιαφορώ για ό,τι θα κάνει κάποιος, γιατί έχει αγνοήσει τις συμβουλές μου ή γιατί είμαι αποφασισμένος να μην υποχωρήσω στις απαιτήσεις του: Δεν πα να κόψει το σβέρκο του, δεν του δίνω φράγκο. ψωνίζω* από σβέρκο.

[αλβ. zverk -ος (αρσ. κατά το λαιμός)· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες