Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σβέλτος
1 εγγραφή
σβέλτος -η -ο [zvéltos] Ε3 : που διεκπεραιώνει τις δουλειές του με κινήσεις γρήγορες και σωστά συντονισμένες: Σβέλτη νοικοκυρά. Είναι πολύ ~ στη δουλειά. Σβέλτο περπάτημα, γρήγορο. σβέλτα ΕΠIΡΡ: Άντε, ~! (έκφρ.) στα ~, γρήγορα.

[ιταλ. svelto ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες