Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαρδέλα
1 εγγραφή
σαρδέλα η [sarδéla] Ο25 : 1. μικρό ψάρι που αφθονεί στη Mεσόγειο, στη Mαύρη Θάλασσα και στις ακτές του Aτλαντικού· έχει σώμα πεπλατυσμένο με γαλαζοπράσινη ράχη και ανοιχτόχρωμη κοιλιά: Παστές σαρδέλες. Σαρδέλες (σε) κονσέρβα. || (προφ.): Γίναμε / στριμωχτήκαμε / στοιβαχτήκαμε σαν σαρδέλες. Θα σε σκίσω σαν ~, ως απειλή. 2. (μτφ., προφ.) διακριτικό υπαξιωματικού. σαρδελίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. σαρδέλα < ιταλ. sardella· σαρδέλ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες