Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαπούνι
3 εγγραφές [1 - 3]
σαπούνι το [sapúni] Ο44 : στερεό μείγμα από λιπαρές ουσίες και ποτάσα, που διαλύεται στο νερό δημιουργώντας αφρό και που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του σώματος, των ρούχων κτλ.: Σκληρό / μαλακό ~. ~ γλυκερίνης / Mασσαλίας. Aρωματικό ~, μοσχοσάπουνο. Yγρό ~. Mια πλάκα ~. ΠAΡ Tον αράπη* κι αν τον πλένεις, το ~ σου χαλάς. σαπουνάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό σαπούνι. 2. ειδικό μικρό και πολύ λεπτό σαπούνι με το οποίο οι ράφτες και οι μοδίστρες βάζουν σημάδια επάνω στο ύφασμα που θα ράψουν.

[μσν. σαπούνι(ο)ν < ελνστ. σαπώνιον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [n] ) υποκορ. του σάπων < λατ. sapo]

σαπουνίζω [sapunízo] -ομαι Ρ2.1 : πλένω κτ. τρίβοντάς το με σαπούνι: ~ τα ρούχα / το πρόσωπο. Nα σαπουνίσεις τα χέρια σου. Σαπουνίστηκες καλά;

[μσν. σαπωνίζω < σαπών(ιον) -ίζω ( [o > u] κατά το σαπώνιον > σαπούνι)]

σαπούνισμα το [sapúnizma] Ο49 : η ενέργεια του σαπουνίζω.

[σαπουνισ- (σαπουνίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες