Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαμάρι
1 εγγραφή
σαμάρι το [samári] Ο44 : 1. καμπύλο και συνήθ. ξύλινο εξάρτημα που εφαρμόζει στη ράχη των φορτηγών ζώων (γαϊδουριών και μουλαριών), κυρίως για να στερεώνεται το φορτίο που μεταφέρουν ή για να κάθεται ο αναβάτης. ΠAΡ Φταίει ο γάιδαρος* και δέρνουν το ~. Όποιος γάιδαρος κι αυτός ~, για κπ. που προσαρμόζεται αμέσως στις διάφορες καταστάσεις, αποβλέποντας σε προσωπικά οφέλη. Aντί* να βογκάει το γαϊδούρι βογκάει το ~. 2. (μτφ., οικ.) για κτ. που μοιάζει με σαμάρι. α. είδος σκληρού κορσέ, απαραίτητου σε διάφορες ορθοπεδικές παθήσεις. β. (αρχιτ.) το επάνω μέρος τοίχου, συνήθ. με τριγωνική διατομή: Tο ~ της μάντρας. γ. κύρτωμα στο κατάστρωμα του δρόμου που αναγκάζει τους οδηγούς να ελαττώνουν ταχύτητα. σαμαράκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στις σημ. 1, 2γ. ΠAΡ Mεγάλωσε το γαϊδουράκι* και μίκρυνε το ~.

[μσν. σαγμάριον (με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ) υποκορ. του αρχ. σάγμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες