Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαλτάρω
1 εγγραφή
σαλτάρω [saltáro] & σαλτέρνω [saltérno] Ρ6α μππ. σαλταρισμένος στη σημ. 2 : (προφ.) 1. κάνω ένα σάλτο, πηδώ: Δίνει μια και σαλτάρει από τη βάρκα. Σάλτα επάνω! Θα ~ από το μπαλκόνι, και ως έκφραση υπερβολής, για να δηλώσουμε ότι βρισκόμαστε σε απόγνωση. 2. (μτφ.) τρελαίνομαι: Aυτός έχει σαλτάρει για τα καλά. Mου φαίνεται λίγο σαλταρισμένος τελευταία.

[ιταλ. saltar(e) -ω· σαλτ(άρω) μεταπλ. -έρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες