Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σίγουρος
1 εγγραφή
σίγουρος -η -ο [síγuros] Ε5 : 1α. για κτ. το οποίο μας προσφέρει όλες τις απαραίτητες εγγυήσεις ασφάλειας, που μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε με εμπιστοσύνη: Ο δρόμος αυτός δεν είναι ~. Σίγουρο λιμάνι. Σίγουρο φάρμακο. Σίγουρη μέθοδος. β. για κτ. που δεν μπορούμε να το αμφισβητήσουμε, το οποίο θεωρούμε ως δεδομένο: Έχει μια σίγουρη δουλειά / θέση. || (ως ουσ.) το σίγουρο, στον ιππόδρομο, για άλογο που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να νικήσει: Έχω ένα σίγουρο. γ. για κτ. που θεωρούμε ότι θα συμβεί οπωσδήποτε, του οποίου την έκβα ση θεωρούμε εξασφαλισμένη: H έδρα είναι σίγουρη για τους συντηρητικούς. H ομάδα έχει σίγουρη την πρόκριση. Έχω σίγουρη την εκλογή. Σίγουρα κέρδη. H επιτυχία του εγχειρήματος είναι σίγουρη. || Είναι σίγουρο ότι…, / το έχω σίγουρο ότι…, είναι βέβαιο, δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ή αμφιβολία: Είναι σίγουρο ότι θα εκλεγεί / ότι θα έρθει / ότι θα επιτύχει. || (προφ.): Aυτόν τον έχω σίγουρο. 2. που γνωρίζει κτ. πολύ καλά, που είναι πεπεισμένος για κτ., που δεν έχει αμφιβολίες: Είμαι απολύτως ~ ότι αυτή είναι η σωστή λύση. Mην είσαι τόσο ~! Πώς είσαι τόσο ~ ότι σου είπε την αλήθεια; σίγουρα ΕΠIΡΡ: Θα έρθει ~! Θα έρθεις; -~! / - Σιγουρότατα! (έκφρ.) στα ~, χωρίς καμιά αμφιβολία: Aυτό το ξέρω στα ~.

[μσν. σιγούρος (μετακ. τόνου;) < σεγούρος (τροπή [se > si] ) < βεν. seguro ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες