Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σήμαντρο
1 εγγραφή
σήμαντρο το [símandro] Ο41 : ηχητικό αντικείμενο και ρυθμικό μουσικό όργανο, που αποτελείται από μια μακρόστενη σανίδα ή ένα σιδερένιο έλασμα, κρούεται αντίστοιχα με έναν ξύλινο ή σιδερένιο κόπανο και χρησιμοποιείται αντί για καμπάνα σε μοναστήρια και σε ξωκλήσια.

[ελνστ. σήμαντρον `σημάδι΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες