Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σένιος
1 εγγραφή
σένιος -α -ο [sénos] Ε4 : (προφ.) 1. (για πρόσ.) καλοντυμένος και περιποιημένος: Πώς σου φαίνομαι με την καινούρια κουστουμιά; -~! 2. (για πργ.) που είναι ωραίος, που προκαλεί εντύπωση, θαυμασμό: Σένιο βλέπω το ΄κανες το μαγαζί.

[σενι(άρω) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες