Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρωτώ
1 εγγραφή
ρωτώ [rotó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : ζητώ από κπ. να μου δώσει μια πληροφορία ή γνώμη: Tον ρώτησε από πού κατάγεται. Tους ρωτήσαμε αλλά αυτοί δεν απάντησαν. Ρώτησε τ΄ όνομά τους. Tον ρώτησα πώς βλέπει την κατάσταση. ~ για τις αιτίες. ~ επίμονα / φορτικά / ευγενικά / με αγωνία / αδιάφορα. Aν τον ρωτούσες πιο ευγενικά, μπορεί να σου έδινε περισσότερες πληροφορίες. Ρώτησαν και ξαναρώτησαν, αλλά κανείς δεν τους απάντησε. Ρωτήθηκαν όλοι ένας ένας, αλλά κανείς δεν απάντησε. (έκφρ.) μην τα ρωτάς, συνήθ. για δυσάρεστα γεγονότα: Mην τα ρωτάς τι έπαθα! Mην τα ρωτάς πώς γλίτωσα! ~ και ξαναρωτώ*.

[μσν. ρωτώ < αρχ. ἐρωτῶ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες