Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρουχισμός
1 εγγραφή
ρουχισμός ο [ruxizmós] Ο17 : το σύνολο των ρούχων (συνήθ. ενδυμάτων): Kατάστημα ειδών ρουχισμού.

[λόγ. ρούχ(ο) -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες