Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροή
1 εγγραφή
ροή η [roí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρέω· συνεχής κίνηση προς ορισμένη κατεύθυνση. 1. η κίνηση υγρού προς ορισμένη κατεύθυνση: H ~ του ποταμού, ρους, ρεύμα. H ~ του αίματος στα αγγεία. || ~ ηλεκτρικού ρεύματος σε αγωγό. || (μτφ.): H ~ των οχημάτων / της κυκλοφορίας. 2. (μτφ.) α. συνεχής μεταβολή μιας κατάστασης, ο τρόπος με τον οποίο μεταβάλλεται ή εξελίσσεται: H ~ του χρόνου, πέρασμα. H ~ των γεγονότων, πορεία, εξέλιξη. β. για την αδιάκοπη μεταφορά προϊόντων, διάθεση πόρων, μετάδοση πληροφοριών κτλ.: Συνεχής ~ χρημάτων / πόρων. H ~ ενός τηλεοπτικού προγράμματος. γ. (στη βιομηχανία) για εργασία που εκτελείται σε κυλιόμενη επιφάνεια και κατά την οποία κάθε εργάτης συμβάλλει στη δουλειά του προηγούμενου μέχρι να συμπληρωθεί το προϊόν.

[λόγ.: 1: αρχ. ῥοή· 2α, β: σημδ. αγγλ. flow· 2γ: σημδ. γερμ. Fliessbandarbeit]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες