Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεσιτάλ
1 εγγραφή
ρεσιτάλ το [resitál] Ο (άκλ.) : α.παρουσίαση μουσικού έργου από ένα μόνο εκτελεστή (με ή χωρίς συνοδεία δευτερεύοντος οργάνου): ~ πιάνου / τραγουδιού. Δίνω ~. β. (προφ.) για να τονιστεί η ιδιαίτερα καλή εμφάνιση καλλιτέχνη που κατορθώνει αυτός μόνο να κερδίσει όλη την προσοχή του κοινού: Ήταν θαυμάσιος στο ρόλο του· έδωσε πραγματικά ένα ~ ηθοποιίας. || (επέκτ.) για καλή εμφάνιση ομάδας ή για την ικανότητα προσώπου να κερδίζει την προσοχή του ακροατηρίου του: ~ ποδοσφαίρου. Έδωσε ~ με τα αστεία του.

[λόγ. < γαλλ. récital < αγγλ. recital]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες