Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεκόρ
2 εγγραφές [1 - 2]
ρεκόρ το [rekór] Ο (άκλ.) : α.η ανώτερη επίδοση, αυτή που ξεπερνά κάθε προηγούμενη, σε ένα άθλημα, αγώνισμα κτλ.: Πανελλήνιο / παγκόσμιο / πανευρωπαϊκό ~. Nέο παγκόσμιο ~ στη σφαιροβολία. Σπάζω / ξεπερνώ / ισοφαρίζω ένα προηγούμενο ~. Σημειώνω / πιάνω / πετυχαίνω ένα νέο ~. Aτομικό / επίσημο / ανεπίσημο ~. Aνακηρύχτηκε νικητής, χωρίς όμως να ξεπεράσει το προηγούμενο ~. ~ αγώνων, η ανώτερη επίδοση που έχει επιτευχθεί ποτέ στην ίδια αθλητική διοργάνωση. Ολυμπιακό ~. β. (προφ.) για οποιοδήποτε ανώτατο όριο: Ξεπέρασε το ~ των εισπράξεων με δέκα χιλιάδες εισιτήρια.

[λόγ. < γαλλ. record < αγγλ. record]

ρέκορντμαν ο [rékordman] θηλ. ρέκορντ γούμαν [rékord γúman] Ο (άκλ.) : αθλητής που έχει κατακτήσει κάποιο ρεκόρ.

[λόγ. < γαλλ. record man, recordwoman < αγγλ. record `ρεκόρ΄, man `άντρας΄, woman `γυναίκα΄ (κατά το αγγλ. σχ. τον.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες