Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραστ
2 εγγραφές [1 - 2]
ράστερ το [ráster] Ο (άκλ.) : (στις γραφικές τέχνες και στο σχέδιο) άθροισμα όμοιων ή ανόμοιων κουκίδων ή γραμμών που, δημιουργώντας μια οπτική εντύπωση εντονότερου ή ασθενέστερου γκρίζου, αποδίδουν όγκους, σχήματα κτλ. || διαφανές φύλλο χαρτιού ή άλλου υλικού με τυπωμένες τέτοιες κουκίδες ή γραμμές.

[λόγ. < γερμ. Raster]

ραστώνη η [rastóni] Ο30 : (λόγ.) ραθυμία, νωθρότητα: Πνευματική ~. || τρυφηλή ζωή.

[λόγ. < αρχ. ῥᾳστώνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες