Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραστώνη
1 εγγραφή
ραστώνη η [rastóni] Ο30 : (λόγ.) ραθυμία, νωθρότητα: Πνευματική ~. || τρυφηλή ζωή.

[λόγ. < αρχ. ῥᾳστώνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες