Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραπίζω
1 εγγραφή
ραπίζω [rapízo] Ρ2.1α : (λόγ.) χτυπώ δυνατά κπ. στο πρόσωπο με την παλάμη μου· χαστουκίζω, μπατσίζω.

[λόγ. < αρχ. ῥαπίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες