Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρίψασπις
1 εγγραφή
ρίψασπις ο [rípsaspis] Ο γεν. ριψάσπιδος, αιτ. ρίψασπι, πληθ. ριψάσπιδες, γεν. ριψασπίδων : (λόγ.) αυτός που στη μάχη πετά τα όπλα του και τρέπεται σε φυγή από δειλία ή, γενικότερα, αυτός που από δειλία εγκαταλείπει έναν αγώνα.

[λόγ. < αρχ. ῥίψασπις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες