Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρέχα η [réxa] Ο25α : (προφ.) ροχάλα, φλέμα.
[*ρέχ(ω) -α (αναδρ. σχημ.) < αρχ. ῥέγχω `ροχαλίζω, ασθμαίνω΄ με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[*ρέχ(ω) -α (αναδρ. σχημ.) < αρχ. ῥέγχω `ροχαλίζω, ασθμαίνω΄ με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |