Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόσο
9 εγγραφές [1 - 9]
πόσο [póso] επίρρ. ερωτ. : 1. εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις, με τις οποίες ζητούνται πληροφορίες για μεγέθη, αριθμούς, ποσότητες, χρόνο, έκταση, αξία κτλ.: ~ καλά τον ξέρεις; ~ κάνει / κοστίζει αυτό;, πόσα χρήματα; ~ πλούσιος είναι; || πόσο πολύ: Δεν καταλαβαίνεις ~ με πληγώνεις; 2. (επιφωνηματικά) πάρα πολύ, υπερβολικά πολύ: Ξέρεις ~ πολύ σε αγαπώ! ~ θα ΄θελα ένα αναψυκτικό! (έκφρ.) κατά ~, σε τι έκταση, ποσότητα, βαθμό κτλ.: Δεν ξέρω κατά ~ γίνομαι κατανοητός. Έγινε έρευνα για να διαπιστωθεί κατά ~ άλλαξαν τα δεδομένα.

[αρχ. πόσον]

ποσό το [posó] Ο38 : 1. (μαθημ.) κάθε μέγεθος που μπορεί να εκφραστεί με αριθμό, να μετρηθεί ή να αυξομοιωθεί: Συνεχές / ασυνεχές ~. Mέτρηση / τιμή / μέτρο ενός ποσού. Ομοειδή / ανάλογα / αντίστροφα ποσά. || το σύνολο των ποσοτικών, των αριθμητικών γνωρισμάτων ή χαρακτηριστικών. ANT ποιόν: Διαίρεση των προτάσεων κατά το ~ και το ποιόν. 2. (ειδικότ.) χρηματικό ποσό: Mικρό / μεγάλο / σημαντικό / σεβαστό / ασήμαντο / αστείο ~. Ξοδεύω / δαπανώ / αποταμιεύω / καταθέτω / σπαταλώ / επενδύω ένα ~. Kάθε χρόνο παίζονται στα τυχερά παιχνίδια τεράστια ποσά. Tα κέρδη / οι ζημίες ανέρχονται στο ~ του ενός εκατομμυρίου.

[λόγ. < αρχ. ποσόν `ποσότητα΄ σημδ. ιταλ. somma (πρβ. σούμα) ή γαλλ. somme < λατ. summa `ποσότητα, σύνολο χρημάτων΄ και με βάση το αρχ. συγγ. πόσον `πόσα χρήματα;΄]

ποσολογία η [posolojía] Ο25 : κλάδος της φαρμακολογίας που ασχολείται με τις ποσότητες, με τις δόσεις στις οποίες πρέπει να χορηγούνται τα φάρμακα στους ασθενείς.

[λόγ. < γαλλ. posologie < αρχ. πόσο(ς) + -logie = -λογία]

πόσος -η -ο [pósos] αντων. (βλ. Ε3) : 1. ερωτηματική, σε θέση επιθέτου εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις, με τις οποίες ζητούνται πληροφορίες για μεγέθη, αριθμούς, ποσότητες, χρόνο, έκταση, αξία κτλ.· βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις αντωνυμίες όσος, τόσος, κάμποσος που απαντούν στην ερώτηση πόσος: Πόσους κατοίκους έχει η Ελλάδα; Πόσες μέρες θα κρατήσει το ταξίδι; Πόσες φορές πρέπει να το πω για να καταλάβεις; Πόσων χρονών είναι το παιδί; Πόσα στρέμματα είναι το χωράφι; Πόσα κιλά ζυγί ζεις; Ρώτησαν πόσα χρήματα θα στοιχίσει. 2. σε καταφατική επιφωνημα τική πρόταση με τη σημασία πάρα πολύς, υπερβολικά πολύς: Πόσα βάσανα, πόσες στενοχώριες πέρασε για να τους σπουδάσει!, πέρασε πάρα πολλά βάσανα…

[αρχ. πόσος]

ποσοστιαίος -α -ο [posostiéos] Ε4 : που αναφέρεται, που εκφράζεται σε ποσοστά, που έχει σχέση με αυτά: Οι μη καπνιστές είναι σε ποσοστιαία αναλογία περισσότεροι από τους καπνιστές. Ποσοστιαία σύνθεση μιας χημικής ένωσης. ποσοστιαία ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ποσοστ(όν) -ιαίος]

ποσοστό το [posostó] Ο38 : κλασματικό μέρος ποσού, που εκφράζει σχέσεις, αντιστοιχίες και που ορίζεται συνήθ. σε εκατοστά ή χιλιοστά: ~ επί των εισπράξεων / επί των κερδών. ~ επί τοις εκατό (%) / επί τοις χιλίοις (δ). Xαμηλό / υψηλό / σημαντικό / μέτριο ~. Ποσοστά γεννητικότητας / θνησιμότητας / αυτοκτονιών. Δουλεύει με ποσοστά, αμείβεται ανάλογα με τα κέρδη ή τις εισπράξεις. ~ (συν)ιδιοκτησίας. Διεκδικεί ~ 20% επί των κερδών. Tα είδη πολυτελείας έχουν υψηλό ποσοστό κέρδους. || τμήμα ενός συνόλου: Mεγάλο ~ των κατοίκων του νησιού ασχολείται με τον τουρισμό.

[λόγ. πόσ(ος) -οστόν ουδ. του -οστός μτφρδ. γαλλ. tantième (από το συσχετισμό tantième… quantième)]

ποσόστωση η [posóstosi] Ο33 : ο καθορισμός ποσοστών σε σχέση προς ένα (σύν)ολο: H Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε ποσοστώσεις στα γεωργικά προϊόντα, καθόρισε τα ποσοστά παραγωγής, εισαγωγής ή εξαγωγής (ανά προϊόν) σε κάθε χώρα.

[λόγ. ποσοστ(όν) -ωσις > -ωση]

ποσότητα η [posótita] Ο28 : αριθμός, όγκος, μέγεθος, όμοιων αντικειμένων που μπορούν να μετρηθούν ή να αυξομοιωθούν: Mεγάλη / μικρή / τεράστια / σημαντική / ασήμαντη / αμελητέα ~. Mεγάλη ~ φαρμάκων / ναρκωτικών / κρέατος / εμπορευμάτων / τροφίμων. Σημαντικές ποσότητες φρούτων και λαχανικών διακινήθηκαν από την κεντρική λαχαναγο ρά. || το σύνολο των ποσοτικών γνωρισμάτων, χαρακτηριστικών (σε αντιδιαστολή προς τα ποιοτικά). ANT ποιότητα: Δύσκολα συνδυάζεται η μεγάλη ~ με την καλή ποιότητα. || (αρχ. ελλην. γραμμ.) ~ συλλαβών, η ιδιότητά τους να είναι μακρές ή βραχείες. || (μετρ.) η χρονική διάρκεια εκφώνησης ενός φωνήεντος, μιας συλλαβής.

[λόγ. < αρχ. ποσότης, αιτ. -ητα]

ποσοτικός -ή -ό [posotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε ποσότητες, σε ποσά. ANT ποιοτικός: Ποσοτική αύξηση / μείωση. Προσδιορισμός των ποσοτικών μεγεθών. Ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά. || (χημ.) ποσοτική ανάλυση, που γίνεται για τον καθορισμό της ποσότητας (μάζας ή όγκου) των συστατικών που περιέχονται σε μια χημική ένω ση ή σε ένα μείγμα. || (οικον.) ποσοτική θεωρία χρήματος, σύμφωνα με την οποία η αξία του νομίσματος εξαρτάται από την ποσότητα στην οποία αυτό κυκλοφορεί. ποσοτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ποσό(ν) -τικός μτφρδ. γαλλ. quantitatif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες