Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρρόξανθο
1 εγγραφή
πυρρόξανθος -η -ο [piróksanθos] Ε5 : (λογοτ.) που έχει χρώμα ανάμεσα στο ξανθό και στο κόκκινο: Στεκόταν στην πλώρη του καραβιού και τα πυρρόξανθα μαλλιά της ανέμιζαν στο αεράκι.

[λόγ. < ελνστ. πυρρόξανθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες