Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυροφάνι
1 εγγραφή
πυροφάνι το [pirofáni] Ο44 : 1. ειδική σχάρα στην πλώρη μικρού αλιευτικού επάνω στην οποία τοποθετούνται ένα ή περισσότερα φανάρια που το φως τους προσελκύει τα ψάρια: Ψαρεύει με ~. || η βάρκα που είναι εξοπλισμένη με πυροφάνι: Ξεκίνησαν τα πυροφάνια. || ψάρεμα που γίνε ται με τον παραπάνω τρόπο: Bγήκαν για ~. 2. (οικ.) η τοποθέτηση αναμμένου χαρτιού στα δάχτυλα του ποδιού ανθρώπου που κοιμάται, για διασκέδαση: Στο στρατό βάζουν ~ σε νεοσύλλεκτους φαντάρους.

[ελνστ.(;) *πυροφάνιον < αρχ. πῦρ + φαν(ός) -ιον (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες