Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πυρογραφία η [piroγrafía] Ο25 : α. μέθοδος διακόσμησης επιφανειών, κυρίως ξύλινων, με πυρακτωμένη μεταλλική ακίδα: H τεχνική της πυρογραφίας. β. το καλλιτεχνικό έργο που δημιουργήθηκε με την παραπάνω μέθοδο: Ξύλινο πλαίσιο στολισμένο με πυρογραφίες.
[λόγ. πυρο- + -γραφία μτφρδ. γαλλ. pyrogravure]