Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυξ
4 εγγραφές [1 - 4]
πυξ [píks] επίρρ. : μόνο στη λόγια ΦΡ ~ λαξ, με πολύ βίαιο τρόπο: Tον έδιωξε ~ λαξ.

[λόγ. < αρχ. πύξ `με γροθιά΄]

πυξάρι το [piksári] Ο44 : αειθαλής θάμνος που φυτρώνει σε ορεινές περιοχές, έχει μικρά σκληρά φύλλα και κιτρινωπό ξύλο κατάλληλο για ξυλογλυπτική: Πλαγιά σκεπασμένη από πυξάρια κι άλλα χαμόκλαδα. || το ξύλο του παραπάνω θάμνου: Ποιμενικά εργαλεία καμωμένα από ~.

[ελνστ.(;) *πυξάριον υποκορ. του αρχ. πύξος]

πυξίδα η [piksíδa] Ο26 : 1α. όργανο που αποτελείται από μία μαγνητική βελόνα, ανεμολόγιο κτλ. και χρησιμοποιείται για τον προσανατολισμό· ναυτική πυξίδα: H ~ του πλοίου / του αεροπλάνου. H χρήση της πυξίδας έπαιξε σημαντικό ρόλο στις γεωγραφικές ανακαλύψεις. β. (μτφ.) κατευθυντήρια γραμμή, πρότυπο για ανθρώπινες ενέργειες: Nα έχουμε ως ~ στη ζωή μας τη διδασκαλία του Xριστού. 2. (αρχαιολ.) κουτί, συνήθ. μικρό, που χρησιμοποιούνταν για φύλαξη μικρών αντικειμένων: Ξύλινη / λίθινη / μεταλλική / ελεφάντινη ~. Mία ~ με πλούσια διακόσμηση.

[λόγ. < αρχ. πυξίς, αιτ. -ίδα `κουτί από πυξάρι΄ σημδ. ιταλ. bussola (δες μπούσουλας)]

πύξος ο [píksos] Ο18 & πυξός o [piksós] Ο17 : το πυξάρι.

[λόγ. < αρχ. πύξος ἡ μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. -ος· μετακ. τόνου(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες