Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσω
31 εγγραφές [1 - 10]
πρόσω [próso] επίρρ. τοπ. : (λόγ.) προς τα εμπρός. || (ναυτ.) διαταγή του κυβερνήτη προς το μηχανικό να κινήσει το πλοίο προς τα εμπρός: ~ ολοταχώς. ~ αργά. || (ως ουσ., στρατ.): Οι ~ / οι δυνάμεις των ~, του μετώπου.

[λόγ. < αρχ. πρόσω]

προσωδία η [prosoδía] Ο25 : 1α. (μετρ.) η διάκριση των συλλαβών (και των φωνηέντων) σε μακρόχρονες και σε βραχύχρονες, που αποτελεί τη βάση των αρχαίων ελληνικών και λατινικών μέτρων. β. η προφορά των λέξεων σύμφωνα με την ποσότητα των συλλαβών. 2. (γλωσσ.) κατά την εκφορά του λόγου, το σύνολο των χαρακτηριστικών που έχουν σχέση με την ένταση και το ύψος της φωνής ή του χρόνου που μεσολαβεί ανάμεσα στις λέξεις και στις ενότητες των λέξεων, που αποτελούν μια φράση.

[λόγ.: 1: αρχ. προσῳδία· 2: σημδ. γαλλ. intonation]

προσωδιακός -ή -ό [prosoδiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την προσωδία, που στηρίζεται στην προσωδία, δηλαδή στην ποσότητα των συλλαβών: Προσωδιακή προφορά. Προσωδιακά μέτρα, σε αντιδιαστολή προς τα τονικά. προσωδιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. προσῳδιακός]

προσωκρατικός -ή -ό [prosokratikós] Ε1 : Προσωκρατικοί φιλόσοφοι, που εμφανίστηκαν πριν από το Σωκράτη, οι λεγόμενοι και Ίωνες φιλόσο φοι, όπως π.χ. ο Θαλής, ο Πυθαγόρας, ο Hράκλειτος. || (ως ουσ.) οι Προσωκρατικοί. || που έχει σχέση με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους: Προσωκρατική φιλοσοφία.

[λόγ. προ- σωκρατικός μτφρδ. γερμ. Vorsokratiker]

προσωνυμία η [prosonimía] Ο25 : όνομα που προστίθεται στο κυρίως όνο μα ενός προσώπου και που έχει σχέση με κάποια χαρακτηριστική ιδιότητά του, θετική ή αρνητική, με την οποία έγινε ή είναι γνωστός· επωνυμία1.

[λόγ. < αρχ. προσωνυμία]

προσωπάρχης ο [prosopárxis] Ο10 θηλ. προσωπάρχης [prosopárxis] : ο διευθυντής του προσωπικού (των υπαλλήλων) σε δημόσια υπηρεσία ή σε ιδιωτική εταιρεία.

[λόγ. προσωπ(ικόν) + -άρχης μτφρδ. γαλλ. chef du personnel· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

προσώπατα τα [prosópata] Ο41 : (λαϊκ.) πρόσωπα, κυρίως για γνωστά, σπουδαία πρόσωπα.

[πληθ. της λ. πρόσωπο αναλ. προς τα ονόματα]

προσωπείο το [prosopío] Ο39 : 1α. ομοίωμα προσώπου, που κάλυπτε το πρόσωπο ή και ολόκληρο το κεφάλι και που το χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί στο αρχαίο ελληνικό θέατρο (και σήμερα σε ξένα παραδοσιακά θέατρα ή σε παραδοσιακές παραστάσεις): Tραγικό / κωμικό ~, με τραγική ή με κωμική έκφραση. Nεκρικό ~: α. που κάλυπτε το πρόσωπο του νεκρού ή ως ανάθημα σε νεκρό. β. εκμαγείο του προσώπου νεκρού. β. προσωπίδα1. γ. (ιατρ.) χαρακτηριστική αλλοίωση του προσώπου, που παρουσιάζεται σε ορισμένες ασθένειες: Λεόντειο ~, των χανσενικών. 2α. (μτφ.) για να δηλώσουμε υποκρισία ή προσποίηση· μάσκα: Εμφανίστηκε με το ~ του κοινωνικού μεταρρυθμιστή, για να πετύχει την εγκατάσταση στυγνής δικτατορίας. Έβγαλε / έριξε το ~, αποκάλυψε το χαρακτήρα του ή τους σκοπούς του. Bγάζω από κπ. το ~, τον αναγκάζω να δείξει τον πραγματικό εαυτό του. Πέφτουν τα προσωπεία. β. για πρόσωπο που τα χαρακτηριστικά του εκφράζουν ένα πολύ έντονο, συνήθ. δυσάρεστο συναίσθημα: Γυναίκες με το ~ του πόνου / της απόγνωσης.

[λόγ.: 1: ελνστ. προσωπεῖον· 2: σημδ. γαλλ. masque]

προσωπίδα η [prosopíδa] Ο26 : 1α. ομοίωμα προσώπου, συνήθ. με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά για να προκαλεί το γέλιο, που αφήνει ελεύθερα τα μάτια και το στόμα και που το φορούν οι μεταμφιεσμένοι τις Aπόκριες· (πρβ. μάσκα1). || (μτφ.): Bάζω / φορώ την ~ της χαράς / της αδιαφορίας κτλ., προσπαθώ να κρύψω τα πραγματικά μου συναισθήματα. || προσωπείο2. β. (λόγ.) προστατευτικό κάλυμμα προσώπου· μάσκα2. 2. μεμβράνη που καλύπτει καμιά φορά το κεφάλι του νεογέννητου· σκέπη.

[λόγ. < ελνστ. προσωπίς, αιτ. -ίδα]

προσωπιδοφόρος -ος -ο [prosopiδofóros] Ε14 : που φοράει προσωπίδα, μάσκα, που καλύπτει ολόκληρο το πρόσωπό του, για να μην αναγνωρίζεται, συνήθ. ως ουσ.· μασκοφόρος.

[λόγ. προσωπιδ- (δες προσωπίδα) -ο- + -φόρος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες