Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσκληση
1 εγγραφή
πρόσκληση η [prósklisi] Ο33 : 1. η ενέργεια του προσκαλώ, το κάλεσμα: ~ σε γάμο / σε γεύμα / σε πάρτι. Aπευθύνω / δέχομαι / αρνούμαι μια ~. Tους ευχαρίστησε για την ~ και αρνήθηκε ευγενικά. 2α. το (επίσημο) έγγραφο ή δελτίο με το οποίο προσκαλείται κάποιος κάπου: Παίρνω / λαβαίνω / δίνω / στέλνω / ταχυδρομώ (μια) ~. Tύπωσαν τις προσκλήσεις και τις ταχυδρόμησαν στους παραλήπτες. H είσοδος επιτρέπεται μόνο με προσκλήσεις. β. το έγγραφο, το δελτίο που επιτρέπει την ελεύθερη, τη δωρεάν είσοδο σε δημόσιο θέαμα ή ακρόαμα: Aτομική / ομαδική ~. Εξασφάλισα δύο προσκλήσεις για την αυριανή παράσταση / προβολή / εκδήλωση. Προσκλήσεις και ελευθέρας δεν ισχύουν. 3. η κλήση κάποιου από μιαν επίσημη αρχή, διοίκηση κτλ.: ~ των μετόχων της εταιρείας σε γενική συνέλευση. ~ των μελών του διοικητικού συμβουλίου σε συνεδρίαση. ~ του δήμου για την εκδήλωση ενδιαφέροντος σχετικά με την ανάθεση διάφορων εργασιών. || (στρατ.) η κοινή ονομασία της κλήσης των πολιτών από την πολιτεία προκειμένου να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία: Πήρε ~ να παρουσιαστεί στο στρατό. || (νομ.) γραπτή τυπική πράξη, με την οποία κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο καλείται να τηρήσει τις συμβατικές ή νομικές υποχρεώσεις του: Εξώδικη ~.

[λόγ. < αρχ. πρόσκλη(σις) -ση & σημδ. γαλλ. invitation, appel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες