Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόσκειμαι
1 εγγραφή
πρόσκειμαι [próskime] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. προσκείμενος : 1. (λόγ.) συμμερίζομαι τις απόψεις, τις ιδέες κάποιου, διάκειμαι φιλικά απέναντί του, είμαι με το μέρος του, οπαδός του: Πολιτικά / ιδεολογικά πρόσκειται στην αριστερά / στη δεξιά. Παράταξη / εφημερίδα που πρόσκειται στην κυβέρνηση / στην αντιπολίτευση. 2. (μπε.) α. που βρίσκεται κοντά σε κπ. ή σε κτ., συνεχόμενος: Προσκείμενοι χώροι. || (μαθημ.) Προσκείμενες γωνίες, που έχουν την ίδια κορυφή, μία πλευρά κοινή και βρίσκονται εκατέρωθεν αυτής της κοινής πλευράς. β. που διάκειται φιλικά προς κπ., που είναι με το μέρος του: H πληροφορία προέρχεται από κύκλους προσκείμενους στην κυβέρνηση. Ο τύπος ο προσκείμενος στην αντιπολίτευση γράφει πάλι για οικονομικά σκάνδαλα. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. πρόσκειμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες