Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόληψη
1 εγγραφή
πρόληψη η [prólipsi] Ο33 : I. ενέργειες, δραστηριότητες, μέτρα που στοχεύουν στο να αποτρέψουν, να εμποδίσουν την εμφάνιση διάφορων αρνητικών, βλαπτικών φαινομένων ή καταστάσεων: H ~ των ατυχημάτων / της εγκληματικότητας / μιας νόσου / μιας επιδημίας. Kαλύτερα η ~, παρά η θεραπεία. II. πίστη, αντίληψη που με ανορθολογικό τρόπο αποδίδει σε τυχαία γεγονότα, πράξεις ή σε αντικείμενα υπερφυσικές ιδιότητες ή που ανακαλύπτει σχέσεις που δήθεν επηρεάζουν (προς το καλύτε ρο ή το χειρότερο) την πορεία και την τύχη της ζωής του ανθρώπου· (πρβ. δεισιδαιμονία): Είναι γνωστή η ~ ότι ο αριθμός 13 είναι γρουσούζι κος. Οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες πρέπει να καταπολεμούνται. III1. συντακτικό σχήμα, κατά το οποίο το υποκείμενο μιας εξαρτημένης πρότασης έλκεται από το ρήμα της κύριας και τίθεται ως αντικείμενό του π.χ., «Για δέστε τον αμάραντο, σε τι βουνό φυτρώνει (ο αμάραντος)». 2. (ρητορ.) σχήμα λόγου, κατά το οποίο ο ρήτορας ανασκευάζει προκαταβολικά πιθανό επιχείρημα του αντιπάλου.

[λόγ. < ελνστ. πρόληψις (-σις > -ση) `έννοια εκ των προτέρων, έμφυτη΄, σημδ.: Ι: γαλλ. prévention· ΙΙ: γαλλ. préjugé· ΙΙΙ: γαλλ. prolepse (στη νέα σημ.) < ελνστ. πρόληψις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες