Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόκριτος
1 εγγραφή
πρόκριτος ο [prókritos] Ο20α : αιρετός τοπικός άρχοντας στις αυτοδιοικούμενες χριστιανικές κοινότητες κατά την Tουρκοκρατία· προεστός, προύχοντας, δημογέροντας.

[λόγ. < αρχ. πρόκριτος `πρώτος εκλεγμένος΄, ελνστ. σημ.: `το πρώτο άτομο μιας ομάδας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες