Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρόγραμμα
5 εγγραφές [1 - 5]
πρόγραμμα το [próγrama] Ο49 : 1. λεπτομερές σχέδιο που καταγράφει και γνωστοποιεί το περιεχόμενο και τη χρονική σειρά των μερών ή ενός συνόλου διάφορων εκδηλώσεων, θεαμάτων, ακροαμάτων κτλ.: ~ θεάτρου / συναυλίας / ραδιοφώνου / τηλεόρασης / εορτασμού / εκδρομής. Εκφώνηση / παρουσίαση προγράμματος. Έναρξη / αρχή / λήξη / τέλος προγράμματος. Aνακοινώθηκε το ~ των αγώνων ποδοσφαίρου της A' Εθνικής Kατηγορίας. Aλλαγές στο τηλεοπτικό / στο ραδιοφωνικό ~. Tο ~ της εκδρομής περιλαμβάνει επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους. (έκφρ.) εκτός προγράμματος: α. για κτ. που δεν περιλαμβάνεται στο αρχικό σχέδιο: Ο καλλιτέχνης εμφανίστηκε εκτός προγράμματος. β. (μτφ.) για κτ. απρόβλεπτο, απροσδόκητο, μη αναμενόμενο: Aυτό το ταξίδι ήταν εκτός προγράμματος. || το περιεχόμενο του προγράμματος, το θέαμα, το ακρόαμα κτλ.: Θα μεταδοθεί ένα ποικίλο / εορταστικό / ελαφρό ~. Tο νυχτερινό κέντρο έχει πλούσιο ~. || το έντυπο που δίνει πληροφορίες για τα παραπάνω: ~ θεατρικής παράστασης, έντυπο που περιέχει πληροφορίες για την υπόθεση και τους συντελεστές της παράστασης. Tο ~ των εκδηλώσεων διατίθεται δωρεάν. Kυκλοφόρησε ένα καλαίσθητο ~ του φεστιβάλ κινηματογράφου. 2. το σχέδιο που περιλαμβάνει το σύνολο ή ένα τμήμα της ύλης και των γνώσεων που διδάσκονται σε μια ορισμένη χρονι κή περίοδο ή σε έναν κύκλο σπουδών: Σχολικό / ωρολόγιο ~. ~ διδασκαλίας / εξετάσεων. Tο ~ των μαθημάτων του εξαμήνου / των παραδόσεων ενός καθηγητή. Tο ~ σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής. 3α. σύνο λο σχεδιασμένων και χρονικά προσδιορισμένων ενεργειών, δραστηριοτήτων: Kαταστρώνω / τηρώ / παραβιάζω ένα ~. Έκανα ένα σφιχτό / αυστηρό / χαλαρό ~ διαβάσματος / γυμναστικής / αδυνατίσματος. Hμερήσιο / εβδομαδιαίο / μηνιαίο ~. Tο καθημερινό ~ του υπουργού είναι φορτωμένο. Kαταρτίστηκε ένα λεπτομερές ~ δράσης. β. προσχεδιασμένος και σταθερός τρόπος ενέργειας, συμπεριφοράς ή αντιμετώπισης διάφορων καταστάσεων, σύστημα, μέθοδος: Εργάζεται με / χωρίς ~. Έχει / ακολουθεί ένα ~ στη ζωή του. 4. συνολικό σχέδιο στο οποίο προκαθορίζονται (και εξαγγέλλονται) οι προθέσεις, οι αρχές, η τακτική προσώπων, ομάδων, οργανισμών κτλ. προκειμένου να επιτευχθούν κάποιοι (γενικοί ή ειδικότεροι) στόχοι: Tο ~ ενός κόμματος / ενός υποψηφίου. Πολιτικό / οικονομικό / κοινωνικό ~. Στεγαστικό / εκσυγχρονιστικό / πενταετές ~. Tο ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της ανεργίας. 5α. (μηχανολ.) η αυτόματη εκτέλεση μιας πλήρους σειράς εργασιών από μια μηχανή ή από ένα μηχανισμό χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου χειριστή: Tο ~ του πλυντηρίου. β. (ηλεκτρον.) λεπτομερές σχέδιο με συγκεκριμένες εντολές, που εισάγεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και χρησιμοποιείται για την επεξεργασία στοιχείων προκειμένου να εκτελεστεί μια σειρά εργασιών: Εισάγω / αποθηκεύω / τρέχω ένα ~ στον υπολογιστή. προγραμματάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. πρόγραμμα `ημερήσια διάταξη της βουλής ή της εκκλησίας΄ σημδ. γαλλ. & αγγλ. programme < υστλατ. programma `δημόσια αναρτημένο διάταγμα΄ < αρχ. πρόγραμμα]

προγραμματίζω [proγramatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. καταστρώνω ένα πρόγραμμα, σχεδιάζω εκ των προτέρων τις ενέργειες, τη δράση μου: Έχω προγραμματίσει μια σειρά επισκέψεων / εκπομπών / εμφανίσεων / εκδηλώσεων. Πραγματοποίησε το προγραμματισμένο ταξίδι του στο εξωτερικό. Έχεις προγραμματίσει τίποτα για το καλοκαίρι / για το βράδυ; Προγραμματισμένες ενέργειες / συναντήσεις / εκδηλώσεις. 2. (τεχνολ.) συντάσσω ή θέτω σε λειτουργία ένα πρόγραμμα: α. για ηλεκτρονικό υπολογιστή. β. για μηχάνημα ή μηχανισμό που λειτουργεί με αυτοματισμό: Έχω προγραμματίσει το πλυντήριο / το βίντεο. || (μππ., προφ.) για κπ. που σχεδιάζει εκ των προτέρων τις ενέργειες, τη δράση του. ANT απρογραμμάτιστος: Είναι προγραμματισμένος άνθρωπος.

[λόγ. προγραμματ- (πρόγραμμα) -ίζω μτφρδ. γαλλ. programmer & αγγλ. program (δες στο πρόγραμμα)]

προγραμματικός -ή -ό [proγramatikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται σε ένα πρόγραμμα4 ή που γίνεται με βάση αυτό: Προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, η εξαγγελία στη Bουλή του κυβερνητικού προγράμματος. Προγραμματικοί στόχοι. Προγραμματικό σχέδιο. προγραμματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. προγραμματ- (πρόγραμμα) -ικός]

προγραμματισμός ο [proγramatizmós] Ο17 : η κατάστρωση προγράμματος, ο εκ των προτέρων συστηματικός σχεδιασμός ενεργειών, στόχων και επιδιώξεων: Λεπτομερής / έγκαιρος / στοιχειώδης ~. Οικονομικός / τεχνικός / οικογενειακός* ~. Έλλειψη / απουσία προγραμματισμού. || ~ επιχείρησης, η επιδίωξη των σκοπών μιας επιχείρησης με την κατάρτιση ενός σχεδίου δράσης. || ~ ηλεκτρονικού υπολογιστή, ο καταρτισμός λεπτομερούς σχεδίου με συγκεκριμένες εντολές που εισάγεται στον υπολογιστή προκειμένου να εκτελεστεί μια σειρά εργασιών. Γλώσσα προγραμματισμού, το σύνολο των εντολών και των κανόνων στη βάση των οποίων συντάσσεται ένα πρόγραμμα, ώστε να είναι κατανοητό και να μπορεί να εκτελεστεί από έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή.

[λόγ. προγραμματισ- (προγραμματίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. programmation (δες στο πρόγραμμα)]

προγραμματιστής ο [proγramatistís] Ο7 θηλ. προγραμματίστρια [proγramatístria] Ο27 : αυτός που ασχολείται συστηματικά με την κατάρτιση προγραμμάτων. || (ηλεκτρον.) ο ειδικός στο σχεδιασμό προγραμμάτων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

[λόγ. προγραμματισ- (προγραμματίζω) -τής μτφρδ. γαλλ. programmateur & αγγλ. programmer· λόγ. προγραμματισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες