Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτοπαλίκαρο
1 εγγραφή
πρωτοπαλίκαρο το [protopalíkaro] & πρωτοπαλλήκαρο το [protopalíka ro] Ο41 : 1. ονομασία του υπαρχηγού σε ομάδα Ελλήνων άτακτων πολεμιστών, ιδίως κλεφτών στα χρόνια της Tουρκοκρατίας: Ο καπετάνιος και το πρωτοπαλίκαρό του. 2. (μτφ.) αυτός που διακρίνεται περισσότερο από τους άλλους σε ορισμένο χώρο, δραστηριότητα κτλ.: Tο ~ της γειτονιάς. Kλείστηκαν στη φυλακή τα πρωτοπαλίκαρα της ανταρσίας.

[πρωτο- + παλικάρ(ι), παλληκάρ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες