Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωτεΐνη
1 εγγραφή
πρωτεΐνη η [proteíni] Ο30 (συνήθ. πληθ.) : καθεμιά από τις οργανικές αζωτούχες ουσίες που είναι απαραίτητες για το σχηματισμό των κυττάρων· λεύκωμα21: Tο γάλα και τα αυγά είναι πλούσια σε πρωτεΐνες.

[λόγ. < γαλλ. protéine < αρχ. πρώτε(ιος) `πρώτης ποιότητας΄ (σφαλερά αντί πρῶτος) + -ine = -ίνη (επειδή θεωρήθηκαν η βάση κάθε ζωντανού οργανισμού)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες