Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρωταίτιος
1 εγγραφή
πρωταίτιος ο [protétios] Ο20α : αυτός που έχει την κύρια ευθύνη για μια άδικη πράξη, ο κυρίως υπεύθυνος, ο ένοχος: H δίκη των πρωταιτίων του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Συνέλαβαν δύο γυναίκες που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι των επεισοδίων.

[λόγ. < ελνστ. πρωταίτιος `που αποτελεί την πρώτη αιτία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες