Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προϊούσα
1 εγγραφή
προϊών -ούσα -όν [proión] Ε12α : (λόγ.) που προχωρεί, που εξελίσσεται προοδευτικά: H προϊούσα βελτίωση / επιδείνωση του καιρού / της οικονομίας. || (ιατρ.): Προϊούσα παράλυση / άνοια.

[λόγ. < αρχ. προϊών μεε. του αρχ. πρόειμι `προχωρώ, βγαίνω έξω΄ σημδ. γαλλ. progressif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες