Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσωπικότητα
1 εγγραφή
προσωπικότητα η [prosopikótita] Ο28 : 1α. το σύνολο των ιδιαίτερων ψυχικών και πνευματικών χαρακτηριστικών και των τρόπων συμπεριφοράς ενός ατόμου: Aνάπτυξη / διαμόρφωση / καλλιέργεια της προσωπικότητας. Σεβασμός στην ~ του ατόμου / του παιδιού. Άνθρωπος με ισχυρή / με έντονη / με αδύνατη ~. || η ικανότητα ενός ατόμου να επιβάλλεται στον εαυτό του και στο περιβάλλον του, η ισχυρή προσωπικότητα: Άνθρωπος με / χωρίς ~. || (ψυχιατρ.) Διχασμός της προσωπικότητας / διχασμένη ~, παθολογική κατάσταση κατά την οποία το άτομο νομίζει ότι είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα και με επέκταση, άτομο με συμπεριφορά αντιφατική. Διαταραχή της προσωπικότητας, κατάσταση που εμφανίζει ανώμαλες ψυχικές αντιδράσεις. β. ο άνθρωπος που διακρίνεται χάρη στην αξία του, στην υψηλή θέση που κατέχει ή στην επιρροή που ασκεί: Γνωρίζει πολλές επιστημονικές / πολιτικές / καλλιτεχνικές προσωπικότητες. Διεθνείς προσωπικότητες. Aυτός είναι / θα γίνει ~, πολύ αξιόλογος άνθρωπος. 2. για κτ. που το χαρακτηρίζει η πρωτοτυπία, που δεν είναι όμοιο με άλλα ή απομίμηση άλλων, που δεν είναι απρόσωπο: Tο σπί τι μου θέλω να έχει τη δική του ~. Πόλεις χωρίς ~.

[λόγ. προσωπικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. personnalité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες