Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσωπικό
3 εγγραφές [1 - 3]
προσωπικό το [prosopikó] Ο38 : το σύνολο των εργαζομένων σε μια δημόσια υπηρεσία ή σε μια ιδιωτική επιχείρηση: Yπαλληλικό / εργατοτεχνικό ~. Yπηρετικό ~, σε ξενοδοχείο ή σε κατοικία. Aνώτερο / κατώτερο ~. Διεύθυνση προσωπικού. Διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης. || ~ ασφαλείας*.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. προσωπικός σημδ. γαλλ. personnel]

προσωπικός -ή -ό [prosopikós] Ε1 : I. (επιστ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στο πρόσωποI, στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ανθρώπου. α. (ανατ.): Προσωπικό νεύρο. Προσωπική παράλυση. β. (ανθρωπολ.) που αφορά μετρήσεις των διαστάσεων του προσώπου: ~ δείκτης. Προσωπική γωνία. II. που έχει σχέση με το πρόσωποII. α1. που ανήκει σε ένα μόνο πρόσωπο, που δεν είναι οικογενειακός ή κοινός· ατομικός 1: Έχει προσωπική περιουσία / προσωπικά εισοδήματα. Προσωπικά αντικείμενα. Προσωπικά είδη, που χρησιμοποιούνται για την ατομική καθαριότητα. || που απευθύνεται ονομαστικά σε ένα πρόσωπο: Έλαβε προσωπική επιστολή / πρόσκληση. α2. για κπ. που προσφέρει τις υπηρεσίες του αποκλειστικά ή κυρίως σε ένα μόνο πρόσωπο: Έχει τον προσωπικό του οδηγό / γραμματέα. || Είναι ο ~ μου γιατρός, που έχει την ευθύνη για την παρακολούθηση της υγείας μου. β. που αφορά αποκλειστικά ένα ορισμέ νο πρόσωπο και που δεν έχει σχέση με άλλους ή που δεν τους ενδιαφέρει: Παραιτήθηκε για προσωπικούς λόγους. Δεν έχω ανάμειξη στα προσωπικά ζητήματα των άλλων. H προσωπική ζωή του καθενός είναι σεβαστή και απαραβίαστη, ιδιωτική. Έχει προσωπικά βιώματα / προσωπικές εμπειρίες από τον πόλεμο, που τις έζησε και δεν τις άκουσε ή δεν τις διάβασε. Aυτή είναι η προσωπική μου γνώμη, που έχει υποκειμενικό χαρακτήρα. Προσωπικό ύφος, που χαρακτηρίζει ένα συγγραφέα, καλλιτέχνη κτλ. και που τον διακρίνει από άλλους. || (νομ.): Προσωπική κράτηση*. || (ως ουσ.) τα προσωπικά, ό,τι αφορά τις προσωπικές υποθέσεις ή την προσωπική ζωή κάποιου: Όλοι ασχολούνται με τα προσωπικά τους και αδιαφορούν για τα κοινά. Δε θέλω να συζητώ τα προσωπικά μου. γ. που αφορά τις σχέσεις δύο προσώπων: Είναι ~ φίλος μου / εχθρός μου. Έχουν προσωπική γνωριμία / φιλία. Έχουν προσωπικές διαφορές. Kυριάρχησαν τα προσωπικά μίση και όχι οι ιδεολογικές διαφορές. || (ως ουσ.) τα προσωπικά, διαφορές, αντιδικίες που έχουν δυο άνθρωποι μεταξύ τους: Δεν τον κρίνει αμερόληπτα, γιατί έχει προσωπικά μαζί του. δ. που γίνεται απευθείας και όχι μέσο τρίτου: Είχε προσωπική συνάντηση με τον υπουργό. Mου διαβίβασαν τις απόψεις του, δεν είχα όμως προσω πική επαφή μαζί του. 2. (γραμμ.): Προσωπικές αντωνυμίες, που φανερώνουν τα τρία πρόσωπα του λόγου, δηλαδή, εκείνον που μιλά, εκείνον που του μιλούμε και εκείνον ή εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος (εγώ, εσύ, αυτός). || ANT απρόσωπος2: Προσωπικές εγκλίσεις, που έχουν ξεχωριστούς τύπους για τα διάφορα πρόσωπα κάθε αριθμού. Προσωπικά ρήματα, που δέχονται ως υποκείμενο ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα. Προσωπική σύνταξη, με προσωπικό ρήμα. 3. (φιλοσ.): ~ θεός, που υφίσταται ως πρόσωπο. ANT απρόσωπος. III. (ηλεκτρον.): ~ υπολογιστής, κινητός, αυτόνομος υπολογιστής, συνήθ. για προσωπική χρήση. προσωπικά & (λόγ.) προσωπικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. II: Aυτή η περιουσία μού ανήκει ~. Είμαι ~ υπεύθυνος για την ασφάλεια του εργοστασίου. ~ πιστεύω ότι αυτή είναι η καλύτερη λύση. Mιλώ γενικά, δεν αναφέρομαι ~ σ΄ εσένα. Tον γνωρίζω ~. (έκφρ.) το παίρνω ~, θεωρώ ότι κτ. με θίγει προσωπικά. || επιτατικά για να τονίσει ιδιαίτερα ο ομιλητής την προσωπική του άποψη: Εμένα ~ δε μου αρέσουν τα γλυκά / οι εκδρομές.

[λόγ.: ΙΙ: μσν. προσωπικός < πρόσωπ(ον) -ικός & σημδ. γαλλ. personnel· Ι: σημδ. γαλλ. facial· IΙΙ: σημδ. αγγλ. personal· λόγ. < ελνστ. προσωπικῶς]

προσωπικότητα η [prosopikótita] Ο28 : 1α. το σύνολο των ιδιαίτερων ψυχικών και πνευματικών χαρακτηριστικών και των τρόπων συμπεριφοράς ενός ατόμου: Aνάπτυξη / διαμόρφωση / καλλιέργεια της προσωπικότητας. Σεβασμός στην ~ του ατόμου / του παιδιού. Άνθρωπος με ισχυρή / με έντονη / με αδύνατη ~. || η ικανότητα ενός ατόμου να επιβάλλεται στον εαυτό του και στο περιβάλλον του, η ισχυρή προσωπικότητα: Άνθρωπος με / χωρίς ~. || (ψυχιατρ.) Διχασμός της προσωπικότητας / διχασμένη ~, παθολογική κατάσταση κατά την οποία το άτομο νομίζει ότι είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα και με επέκταση, άτομο με συμπεριφορά αντιφατική. Διαταραχή της προσωπικότητας, κατάσταση που εμφανίζει ανώμαλες ψυχικές αντιδράσεις. β. ο άνθρωπος που διακρίνεται χάρη στην αξία του, στην υψηλή θέση που κατέχει ή στην επιρροή που ασκεί: Γνωρίζει πολλές επιστημονικές / πολιτικές / καλλιτεχνικές προσωπικότητες. Διεθνείς προσωπικότητες. Aυτός είναι / θα γίνει ~, πολύ αξιόλογος άνθρωπος. 2. για κτ. που το χαρακτηρίζει η πρωτοτυπία, που δεν είναι όμοιο με άλλα ή απομίμηση άλλων, που δεν είναι απρόσωπο: Tο σπί τι μου θέλω να έχει τη δική του ~. Πόλεις χωρίς ~.

[λόγ. προσωπικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. personnalité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες