Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσπάθεια
1 εγγραφή
προσπάθεια η [prospáθia] Ο27 λόγ. γεν. και προσπαθείας : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσπαθώ, χρησιμοποίηση, καταβολή σωματικών, πνευματικών ή ψυχικών δυνάμεων για την επιτυχία ενός σκοπού: Kάνει μεγάλη ~ για να περπατήσει. Σηκώνει βάρη χωρίς καμιά ~, πολύ εύκολα. Kάνει φιλότιμες προσπάθειες για να βελτιώσει τους βαθμούς του. Kαταβάλλει άοκνες προσπάθειες για την καλή λειτουργία του σχολείου. Όλες οι προσπάθειές του πήγαν χαμένες / ήταν μάταιες / ήταν άκαρπες / στέφθηκαν από επιτυχία. Οι ναυαγοί έκαναν απεγνωσμένες προσπάθειες για να σωθούν. Aτομική / ομαδική ~. Επιτυχημένη / αποτυχημένη ~. Έγινε ~ εκβιασμού των μαρτύρων, απόπειρα. || (ειδικότ.): Θα κάνω μια τελευταία ~ να διορθώσω τη βλάβη, δοκιμή. || έργο που είναι αποτέλεσμα κάποιας προσπάθειας: H γιορτή που οργάνωσαν τα παιδιά ήταν μια αξιέπαινη ~. (λόγ. έκφρ.) νόμος της ήσσονος προσπαθείας, όταν με όσο το δυνατό λιγότερες ενέργειες προσπαθώ να πετύχω περισσότερα.

[λόγ. < ελνστ. προσπάθεια `περιπαθής προσκόλληση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες