Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσμένω
1 εγγραφή
προσμένω [prozméno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. πρόσμενα : (λογοτ.) περιμένω, με υπομονή και ελπίδα, να συμβεί κτ. που επιθυμώ: Xρόνια και χρόνια πρόσμεναν οι ραγιάδες το λυτρωμό. Προσμένει τον ερχομό του ξενιτεμένου / τον ερχομό της άνοιξης.

[αρχ. προσμένω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες