Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσκλητήριο
1 εγγραφή
προσκλητήριο το [prosklitírio] Ο40 : 1. τυπωμένη, επίσημη πρόσκληση, συνήθ. για γάμο ή βάπτιση. 2α. (στρατ.) κάλεσμα (με σάλπισμα) για να συνταχθούν οι άνδρες και για να γίνει ο έλεγχος των παρόντων, με την ανάγνωση του ονομαστικού καταλόγου: Kάνω ~. Σημαίνει ~. Έλειπε από το πρωινό / βραδινό ~. (έκφρ.) ~ νεκρών, εκφώνηση των ονομάτων ηρωικών νεκρών, κατά τη διάρκεια τελετής. β. (μτφ.) έκκληση ή ηθική επιταγή για συμμετοχή σε έναν κοινό αγώνα ή σε μια συλλογική προσπάθεια: Όλοι θα είναι παρόντες στο ~ της πατρίδας. Ήταν απών από όλα τα εθνικά προσκλητήρια. Nα μη λείψει κανείς από το ~ για την οικονομική ανόρθωση της χώρας μας / για την προστασία των θαλασσών μας.

[λόγ. πρόσκλη(σις) -τήριον, μτφρδ.: 1: γαλλ. billet d΄invitation· 2: γαλλ. appel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες